- ἀμορφώτων
- ἀμόρφωτοςnot formedmasc/fem/neut gen plἀμορφόωdisfigurepres imperat act 3rd pl (doric aeolic)ἀμορφόωdisfigurepres imperat act 3rd dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημοτικός — ή και ιά, ό (AM δημοτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δήμο, στον λαό νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει στον δήμο ή υπάγεται στη δικαιοδοσία τής δημοτικής αρχής (σε αντιδιαστολή με αυτόν που υπάγεται στο δημόσιο ή σε ιδιώτες) 2.… … Dictionary of Greek
χύδην — ΝΜΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «χύδην όχλος» συρφετός, πλήθος αμόρφωτων ανθρώπων μσν. αρχ. χυτά, χύμα, ανάμικτα, ανακατεμένα (α. «οὐ χρὴ χύδην ἀλλὰ κατὰ γένος κεχωρισμένως φυτεύειν», Γεωπ. β. «πολλῶν ὁμοῡ χύδην ἐν οἰκήμασι μικροῑς ἠναγκασμένων… … Dictionary of Greek
Σάντμπεργκ, Καρλ — (Sandburg). Αμερικανός ποιητής (Γκαίηλσμπουργκ, Ιλινόις 1878 Φλατ Ροκ, Βόρεια Καρολίνα 1967). Γιος φτωχών και αμόρφωτων Σουηδών μεταναστών, δεκατριών ετών άρχισε να εργάζεται. Αργότερα πολέμησε στον αμερικανοϊσπανικό πόλεμο και κατόπιν ακολούθησε … Dictionary of Greek